- συσκοτισμός
- [сискотизмос] ουσ.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
συσκοτισμός — ο, Ν [συσκοτίζω] συσκότιση … Dictionary of Greek
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek
συσκότιση — συσκότιση, η και συσκοτισμός, ο 1. το να γίνει κάτι σκοτεινό, η κάλυψη με σκοτάδι: Στην περίοδο του πολέμου κάνανε συσκότιση για να προφυλάγονται από τα εχθρικά αεροπλάνα. 2. μπέρδεμα, δημιουργία ασάφειας: Γίνεται επίτηδες συσκότιση των πραγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποσκίαση — η απαλή σκίαση, ελαφρός, συσκοτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)